- υποβολεύς
- ὁ, ΜΑβλ. υποβολέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποβολεύς — suggester masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολεῖς — ὑποβολεύς suggester masc acc pl ὑποβολεύς suggester masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολῆς — ὑποβολεύς suggester masc nom pl ὑποβολεύς suggester masc nom/voc pl ὑποβολή a throwing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИПОБОЛЕЙ — • Ύποβολεύς, суфлер в греческом театре, у римлян monitor. О его месте в театре нельзя сказать ничего определенного … Реальный словарь классических древностей
ὑποβολεῖ — ὑποβολεύς suggester masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολεῦσιν — ὑποβολεύς suggester masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ὑποβολέως — ὑποβολέω̆ς , ὑποβολεύς suggester masc gen sg ὑποβολεύς suggester masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՊՈՒՐԻՉ — (րչի.) NBH 2 0138 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c ա. πειθάνων, πειθανός, ὐποβολεύς persuasor, suggessor, persuasorius. Որ ոք կամ որ ինչ հրապուրէ. դրդիչ. սադրիչ. պատրանօք հաւանեցուցիչ. *Հրապուրիչ բանսարկուն. Կոչ. ՟Բ: Արծր. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)